- δοκιμαζόμενος
- δοκιμάζωassaypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεπτέλεγχος — κλεπτέλεγχος, ον (AM) μσν. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κλεπτέλεγχος είδος θεοκρισίας, κατά την οποία ο δοκιμαζόμενος έτρωγε τον άρτο τής Μ. Πέμπτης δίνοντας συγχρόνως κατάρα στον εαυτόν του να τόν τιμωρήσει αμέσως ο θεός, εάν είχε πει ψέμματα 2. (κατ… … Dictionary of Greek
ՓՈՐՁ — (ոյ, կամ ի.) NBH 2 0955 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. (լծ. եւ յն. եւ լտ. ). πεῖρα experimentum δοκίμιον, δοκιμή probatio, exploratio, experientia. տե՛ս եւ ՓՈՐՁՈՒԹԻՒՆ. πειρασμός tentatio … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)